Κυριακή 9 Μαρτίου 2008

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ: ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ

Ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια του πάζλ της νεοφιλελεύθερης πολιτικής της κυβέρνησης είναι και η ασφαλιστική «μεταρρύθμιση». Μετά τις αναδιαρθρωτικές πολιτικές που επιχειρήθηκαν την τελευταία τετραετία και επιτέθηκαν τόσο στο κοινωνικό κράτος όσο και στο δημόσιο χαρακτήρα κοινωνικών αγαθών (Παιδεία, ελεύθεροι χώροι, καταστολή) και συνεχίζοντας το «εκσυγχρονιστικό» έργο των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ (Υγεία, ΔΕΚΟ), με το ξεκίνημα της νέας θητείας της η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας επιχειρεί αλλαγές και μεταρρυθμίσεις και στο ασφαλιστικό σύστημα. Μέσα στα στενά δικομματικά πλαίσια που ταλαιπωρούν τη χώρα και με το καθεστώς της νεοφιλελεύθερης εναλλαγής ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας στην εξουσία τα τελευταία χρόνια η εκάστοτε «μείζων» αντιπολίτευση εξαντλήθηκε στην πλειοδοσία φρασεολογικής αντιπολίτευσης κρύβοντας κάτω από το χαλί στην ουσία τα μεγάλα σκάνδαλα του Χρηματιστηρίου, των ομολόγων, των καρτέλ, των «κουμπάρων» και του ανελέητου τζογαρίσματος από κυβερνήσεις και ιδιώτες με τα χρήματα των αποθεματικών ταμείων. Ο χαρακτήρας της ασφάλισης μετατρέπεται από κοινωνικός σε ανταποδοτικό, πλήρως ευθυγραμμισμένο και με τις ευρωπαϊκές κατευθύνσεις, ανοίγοντας το δρόμο στο ιδιωτικό κεφάλαιο να μειοδοτήσει στην ουσία ώστε να μετατρέψει από κρατική σε ιδιωτική την ασφάλιση των εργαζομένων, με γνώμονα προφανώς το μέγιστο κέρδος παρά την κοινωνική δικαιοσύνη. Το ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό σχέδιο του Γιαννίτση (ΠΑΣΟΚ, 2001) με άκρως νεοφιλελεύθερες πτυχές κατάργησε κεκτημένα χρόνων των εργαζομένων και έφερε τον κόσμο της εργασίας αντιμέτωπο με μια καθημερινότητα η οποία περιλάμβανε όρους όπως ανασφάλιστη εργασία, υποαπασχόληση, προγράμματα stage, 400 ευρώ μηνιαίο μισθό και ακόμα πιο ζοφερές προοπτικές όπως σύνταξη στα 65 χρόνια και κύρια σύνταξη στα 500 ευρώ. Παράλληλα στην Ευρώπη του κεφαλαίου και της νεοφιλελεύθερης ενοποίησης έκαναν την εμφάνιση τους όροι όπως εθελούσια έξοδος από την εργασία, precarity (επισφάλεια στην εργασία) και flexicurity (ελαστικές σχέσεις εργασίας), τους οποίους οι ελληνικές κυβερνήσεις προσπαθούν να μεταγγίσουν στο ελληνικό εργασιακό – ασφαλιστικό καθεστώς ως στοιχεία εκσυγχρονισμού και προόδου. Προφανώς, και επειδή η πολιτική που ακολουθείται σε εκπαίδευση, εργασία αλλά και κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής είναι μία, οι αλλαγές αυτές καθόλου αποσυνδεδεμένες δεν είναι από τις αλλαγές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση καθώς το Πανεπιστήμιο που οραματίζονται ως κέντρο κατάρτισης και στενής εξειδίκευσης συνδέεται άμεσα με το σπάσιμο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και την προσπάθεια κατάργησης κάθε μορφής συλλογικής διεκδίκησης καθώς και η λειτουργία του με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια ανταποδοτικότητας και κερδοφορίας άμεση σχέση έχει με την παραχώρηση του εργαζομένου κατ’ ευθείαν στα χέρια της επιχείρησης και της πολιτικής της. Έτσι λοιπόν με αρκετά από τα κομμάτια του πάζλ ενωμένα, έρχεται η πρόταση της νέας κυβέρνησης για την αντιασφαλιστική μεταρρύθμιση, όπως αυτή παρουσιάστηκε και από τις προτάσεις Αναλυτή, Γκαργκάνα οι οποίες βαφτίστηκαν, κατά την προσφιλή τακτική της Νέας Δημοκρατίας, κοινωνικός διάλογος και έδωσαν το πρόσχημα της κοινωνικής συναίνεσης παραγνωρίζοντας την αντίθεση σε αυτές του συνόλου του κόσμου της εργασίας αλλά και του ριζοσπαστικού συνδικαλιστικού χώρου. Και τί περιλαμβάνει η πρόταση αυτή Αλογοσκούφη και Νέας Δημοκρατίας; Κατά κύριο λόγο την εισαγωγή της κοινωνίας στο νεοφιλελεύθερης κοπής σύστημα των «τριών πυλώνων» (κατώτατη σύνταξη, επαγγελματικά αντί επικουρικά ταμεία και ηγεμονική θέση της κοινωνικής ασφάλισης) και του πλήρους διαχωρισμο΄που του κλάδου υγείας από τα ασφαλιστικά ταμεία. Οι επιδιώξεις της κυβέρνησης είναι η θέσπιση κατώτατης εθνικής σύνταξης στα 500 ευρώ χρηματοδοτούμενη από τη φορολογία και όλες τις υπόλοιπες παροχές να καλύπτονται από τον οικογενειακό προϋπολογισμό, ατομικά δηλαδή, από το εισόδημα του κάθε εργαζομένου. Προφανώς με την προοπτική αυτή εμπεδώνεται και ο κυρίαρχος ρόλος της ιδιωτικής ασφάλισης όπως και η μετατροπή της κοινωνικού χαρακτήρα επικουρικής σύνταξης σε ιδιωτική επαγγελματική ασφάλιση. Επίσης, η συρρίκνωση του αποθεματικού ταμείου στα 31 δις ευρώ δημιουργεί ασφυκτικές συνθήκες εργασίας για τους νεοαπασχολούμενους καθώς δεν επαρκούν για τις παροχές προς αυτούς με συνέπεια να εξαναγκάζονται σε ανασφάλιστη εργασία, προγράμματα stage (ενοικίαση εργαζομένων από ιδιωτικές εταιρίες) και εν τέλει οδηγούμαστε σε νέους εργαζόμενους χωρίς επαγγελματικά και εργασιακά δικαιώματα πλήρως εξαρτημένους από τον ιδιωτικό παράγοντα και απροστάτευτοι οικονομικά και ασφαλιστικά από το κράτος. Πέρα από τους νέους εργαζόμενους όμως η επίθεση αφορά και τα όρια συνταξιοδότησης που θα επιχειρηθεί να αυξηθούν σε συνδυασμό με τον αποχαρακτηρισμό ορισμένων βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων όπως και τη μείωση των αναπηρικών συντάξεων, τομείς οι οποίοι εύκολα παραβλέπονται σε συνδυασμό με την πλήρη απουσία κοινωνικού κράτους. Έτσι στην ουσία, χωρίς ποτέ να πλήτετται παρ’ όλα αυτά η ανεργία η υποαπασχόληση, το καθεστώς ημιμονιμότητας και των συμβασιούχων, επιχειρείται μια βαθειά αναδιαρθρωτική τομή σε επίπεδο κοινωνίας και με κοινωνιολογικές προεκτάσεις. Στην ουσία μπορούμε να πούμε ότι δημιουργείται ένα καθεστώς δοκιμαστικής, ανασφάλιστης εργασίας χωρίς επαγγελματική και ασφαλιστική κατοχύρωση στο οποίο εξωθούνται οι νέοι εργαζόμενοι στο ηλικιακό όριο 25-35 ετών. Μόλις ολοκληρώσουν αυτό το στάδιο της απασχόλησης, θα έρθουν αντιμέτωποι με το στάδιο της επανακατάρτισης με όρους στενής ειδίκευσης και ομηρίας από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις (συμπληρωματικά με αυτό λειτουργούν προφανώς και οι αλλαγές στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης). Εκεί επαγγελματικά και ασφαλιστικά εξαρτημένοι από τις επιχειρήσεις θα αναγκάζονται να εργάζονται με ασθενή τη δυνατότητα συνδικαλιστικής παρέμβασης και απούσα τη δυνατότητα συλλογικών διεκδικήσεων. Παράλληλα, και εδώ έρχεται το κοινωνιολογικό του ζητήματος οι νέοι εξαναγκάζονται να ζουν περισσότερο καιρό εξαρτημένοι οικονομικά από τους γονείς τους, κατάσταση που φυσικά οδηγεί σε περαιτέρω συντηριτικοποίηση της κοινωνίας και προωθεί το ξερίζωμα από τη νεολαία του ριζοσπαστισμού που οφείλει να τη διακρίνει και που ιστορικά έχει οδηγήσει σε μεγαλειώδη κινήματα. Τέλος, το στάδιο της εξόδου από την εργασία παρατείνεται αδιακρίτως και οδηγείται στο ηλικιακό όριο των 70 χρόνων, στην ουσία καθιστώντας τη μετάβαση από την εργασία στη σύνταξη δύσκολη για πολλούς εργαζομένους και ως εκ τούτου εφευρίσκονται διάφορα τρικ όπως αυτό της πριμοδότησης της εθελούσιας εξόδου από την εργασία. Όσον αφορά τώρα τον περιβόητο κοινωνικό διάλογο , η θέση της αριστεράς οφείλει να είναι απέναντι σε αυτόν από τη στιγμή που αποδεδειγμένα δεν υπάρχει ειλικρίνεια ούτε και φερεγγυότητα από τη μεριά της κυβέρνησης αλλά και από τη στιγμή που αυτός δεν απευθύνεται στην κοινωνία αλλά σε συμβιβασμένες ηγεσίες συνδικαλιστικών και μη οργανώσεων. Ακόμη η συνδιαλλαγή με μια κυβέρνηση η οποία χρωστά ακόμα 75 δις ευρώ στους εργαζομένους από τα αποθεματικά ταμεία μόνο απατηλή μπορεί να είναι. Συνεπώς, σε μια τέτοια συγκυρία είναι χρέος της αριστεράς να προασπίσει τον κοινωνικό και δημόσιο χαρακτήρα της ασφάλισης, να επαναδιεκδικήσει το δημόσιο αγαθό της υγείας στα πλαίσια ενός κοινωνικού κράτους, να έρθει σε ρήξη με την αγοραία αντίληψη του κεφαλαίου, φέρνοντας στο προσκήνιο τον εργαζόμενο και τις ανάγκες του και να συνολικοποιήσει της αντιστάσεις σε μια Ευρώπη που δέχεται την ίδια επίθεση από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, μετατρέποντας την από Ευρώπη του κεφαλαίου σε Ευρώπη των λαών, των κινημάτων και της ελπίδας.